- τρίοζος
- τρίοζος [pron. full] [ῐ], ον,A with three branches or boughs, Thphr.HP1.1.8, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρίοζος — with three branches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίοζος — ον, Α αυτός που έχει τρεις όζους, τρία βλαστάρια, τρίκλωνος («οἱ ὄζοι δ ἴσου τε καὶ κατ ἀριθμὸν ἴσοι καθάπερ τῶν τριόζων», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ὄζος (Ι) «κλαδί, βλαστός» (πρβλ. πέντ οζος)] … Dictionary of Greek
τριόζων — τρίοζος with three branches masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίοζα — τρίοζος with three branches neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… … Dictionary of Greek